- περιηγησάμενος
- περιηγέομαιlead roundaor part mp masc nom sgπερϊηγησάμενος , περιηγέομαιlead roundaor part mid masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιηγούμαι — περιηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ 1. ταξιδεύω κάπου για να επισκεφθώ τα αξιοθέατα και να γνωρίσω τη ζωή τών κατοίκων, κάνω τουρισμό 2. επισκέπτομαι χώρο αρχαιολογικού φυσικού ή πολιτιστικού ενδιαφέροντος και βλέπω τα αξιοθέατα ή τα εκθέματα μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek